Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
θεμελιόω
θεμελίωσις
θεμελιωτής
θέμεν
θέμερος
θεμερόφρων
θεμερύνομαι
θεμερῶπις
θέμησις
θεμίζω
θεμινήσασα
θεμίξενος
θεμίπλεκτος
θέμις
θεμισκόπος
θεμισκρέων
θέμιστα
θεμιστεία
θεμιστεῖος
θεμιστευτός
θεμιστεύω
View word page
θεμινήσασα
θεμινήσασα·
πρακτική, ἀνυσίμη, ἀποτελεσίμη
,
Hsch.
(post
θεμιστός
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θεμινήσασα
Headword (normalized):
θεμινήσασα
Headword (normalized/stripped):
θεμινησασα
IDX:
48114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48115
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θεμινήσασα·</span> <span class="foreign greek">πρακτική, ἀνυσίμη, ἀποτελεσίμη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span>(post <span class="foreign greek">θεμιστός</span>).</div><br><br>'}