Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
θεμέλιος
θεμελιοῦχος
θεμελιόω
θεμελίωσις
θεμελιωτής
θέμεν
θέμερος
θεμερόφρων
θεμερύνομαι
θεμερῶπις
θέμησις
θεμίζω
θεμινήσασα
θεμίξενος
θεμίπλεκτος
θέμις
θεμισκόπος
θεμισκρέων
θέμιστα
θεμιστεία
θεμιστεῖος
View word page
θέμησις
θέμησις·
δικαιοσύνη, παρὰ Πυτίᾳ
,
Hsch.
(Fort.
θέμισις
, cf. sq.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θέμησις
Headword (normalized):
θέμησις
Headword (normalized/stripped):
θεμησις
IDX:
48112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48113
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θέμησις·</span> <span class="foreign greek">δικαιοσύνη, παρὰ Πυτίᾳ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Fort. <span class="foreign greek">θέμισις</span>, cf. sq.).</div><br><br>'}