Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θεματοποιέω
θέμεθλα
θεμείλια
θεμελιακός
θεμελιόθεν
θεμέλιος
θεμελιοῦχος
θεμελιόω
θεμελίωσις
θεμελιωτής
θέμεν
θέμερος
θεμερόφρων
θεμερύνομαι
θεμερῶπις
θέμησις
θεμίζω
θεμινήσασα
θεμίξενος
θεμίπλεκτος
θέμις
View word page
θέμεν
θέμεν, θέμεναι,
A). v. τίθημι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θέμεν
Headword (normalized):
θέμεν
Headword (normalized/stripped):
θεμεν
IDX:
48107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48108
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θέμεν</span>, <span class="orth greek">θέμεναι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τίθημι</span> .</div> </div><br><br>'}