θεμελιόω
θεμελῐ-όω,
A). to lay the foundation of, found firmly, πύργους .. φοίνιξι θεμελιώσας Cyr. 7.5.11 , cf. IG 12(2).11.26 (Mytil.), Jo. 6.25 ( 26 ), Ep.Hebr. 1.10 , etc.:— Pass., have the foundations laid, (i B.C.); 22.1343.15 ἐπὶ τὴν πέτραν Ev.Matt. 7.25 : metaph., βασιλεία καλῶς θεμελιωθεῖσα ; 11.68 ἡγεμονία κάλλιστα τεθεμελιωμένη ; 15.1 ἐν ἀγάπῃ τεθ. Ep.Eph. 3.18 ; τῇ πίστει Ep.Col. 1.23 .
II). destroy utterly, in Pass., -ωθέντα (θεμειλωθ- cod.)· ἐκ ῥιζῶν ἀρθέντα,