θελκτήριον
θελκ-τήριον, τό,
A). charm, spell, of the girdle of Aphrodite, ἔνθα τέ οἱ θ. πάντα τέτυκτο ; of heroic lays, 14.215 βροτῶν θελκτήρια ; 1.337 θεῶν θ. 8.509 ; πόνων θελκτήρια means of lightening toil, Ch. 670 (s. v.l.); γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θ. Eu. 886 ; νεκροῖς θελκτήρια, of offerings to the Manes, IT 166 (lyr.); ψυχῆς θ. . 559