Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θέλεος
θέλημα
θεληματικός
θελημάτιον
θελημός
θελημοσύνη
θελήμων
θέλησις
θελητής
θελητός
θέλκταρ
θελκτήρ
θελκτήριον
θελκτήριος
θελκτικός
θέλκτρον
θέλκτωρ
θελξιεπής
θελξίμβροτος
θελξιμελής
θελξίνοος
View word page
θέλκταρ
θέλκ-ταρ, τό,= θέλγητρον, Hsch. (θέρκαλ cod.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θέλκταρ
Headword (normalized):
θέλκταρ
Headword (normalized/stripped):
θελκταρ
IDX:
48074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48075
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θέλκ-ταρ</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <span class="foreign greek">θέλγητρον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">θέρκαλ</span> cod.).</div><br><br>'}