Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
θεῖος
θεῖος
θειόστεπτος
θειότης
θειοφανής
θειόχροος
θειόω
θείω
θειώδης
θειώδης
θέκλεον
θελγεσίμυθος
θέλγητρον
Θελγῖνες
θέλγμα
θέλγω
θελεμός
θέλεος
θέλημα
θεληματικός
θελημάτιον
View word page
θέκλεον
θέκλεον·
θαυμαστόν
,
Hsch.
(fort.
θέσκελον
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θέκλεον
Headword (normalized):
θέκλεον
Headword (normalized/stripped):
θεκλεον
IDX:
48057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48058
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θέκλεον·</span> <span class="foreign greek">θαυμαστόν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">θέσκελον</span>).</div><br><br>'}