Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θειόθεν
θειολόγος
θείομεν
θεῖον1
θεῖον2
θειοπαγής
θειοπόλος
θειοπρόπος
θεῖος
θεῖος
θειόστεπτος
θειότης
θειοφανής
θειόχροος
θειόω
θείω
θειώδης
θειώδης
θέκλεον
θελγεσίμυθος
θέλγητρον
View word page
θειόστεπτος
θειό-στεπτος, -τελής,
A). v. θεο- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θειόστεπτος
Headword (normalized):
θειόστεπτος
Headword (normalized/stripped):
θειοστεπτος
IDX:
48049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48050
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θειό-στεπτος</span>, <span class="foreign greek">-τελής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">θεο-</span> .</div> </div><br><br>'}