Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θεῖναι
θεινίον
θεϊνός
θείνω
θειογενής
θειοδάμη
θειόδμητος
θειόδομος
θειόθεν
θειολόγος
θείομεν
θεῖον1
θεῖον2
θειοπαγής
θειοπόλος
θειοπρόπος
θεῖος
θεῖος
θειόστεπτος
θειότης
θειοφανής
View word page
θείομεν
θείομεν, Ep. for θέωμεν, θῶμεν, 1 pl. aor. 2 subj. Act. of τίθημι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θείομεν
Headword (normalized):
θείομεν
Headword (normalized/stripped):
θειομεν
IDX:
48041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48042
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θείομεν</span>, Ep. for <span class="foreign greek">θέωμεν, θῶμεν</span>, 1 pl. aor. 2 subj. Act. of <span class="foreign greek">τίθημι</span>.</div><br><br>'}