Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
θειμωνιαί
θεῖναι
θεινίον
θεϊνός
θείνω
θειογενής
θειοδάμη
θειόδμητος
θειόδομος
θειόθεν
θειολόγος
θείομεν
θεῖον1
θεῖον2
θειοπαγής
θειοπόλος
θειοπρόπος
θεῖος
θεῖος
θειόστεπτος
θειότης
View word page
θειολόγος
θειολόγος
,
ὁ
, poet. for
θεολόγος
,
IG
3.770
(i A.D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θειολόγος
Headword (normalized):
θειολόγος
Headword (normalized/stripped):
θειολογος
IDX:
48040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48041
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θειολόγος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, poet. for <span class="foreign greek">θεολόγος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 3.770 </span> (i A.D.).</div><br><br>'}