Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θειλόπεδον
Θειλούθιος
θεῖμεν
θειμωνιαί
θεῖναι
θεινίον
θεϊνός
θείνω
θειογενής
θειοδάμη
θειόδμητος
θειόδομος
θειόθεν
θειολόγος
θείομεν
θεῖον1
θεῖον2
θειοπαγής
θειοπόλος
θειοπρόπος
θεῖος
View word page
θειόδμητος
θειό-δμητος, ον,= θεό-, AP 9.157 (
A). v.l. θεοδηλήτου ).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θειόδμητος
Headword (normalized):
θειόδμητος
Headword (normalized/stripped):
θειοδμητος
IDX:
48037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48038
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θειό-δμητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,= <span class="foreign greek">θεό-</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 9.157 </span> (<div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. <span class="ref greek">θεοδηλήτου</span> ).</div> </div><br><br>'}