Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θεϊκός
θειλοπεδεύω
θειλόπεδον
Θειλούθιος
θεῖμεν
θειμωνιαί
θεῖναι
θεινίον
θεϊνός
θείνω
θειογενής
θειοδάμη
θειόδμητος
θειόδομος
θειόθεν
θειολόγος
θείομεν
θεῖον1
θεῖον2
θειοπαγής
θειοπόλος
View word page
θειογενής
θειο-γενής, ές,= θεο-, Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θειογενής
Headword (normalized):
θειογενής
Headword (normalized/stripped):
θειογενης
IDX:
48035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48036
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θειο-γενής</span>, <span class="itype greek">ές</span>,= <span class="foreign greek">θεο-</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}