Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θειάφιον
Θείβαθεν
θείκελος
θεϊκός
θειλοπεδεύω
θειλόπεδον
Θειλούθιος
θεῖμεν
θειμωνιαί
θεῖναι
θεινίον
θεϊνός
θείνω
θειογενής
θειοδάμη
θειόδμητος
θειόδομος
θειόθεν
θειολόγος
θείομεν
θεῖον1
View word page
θεινίον
θεινίον,
A). v. θινίον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θεινίον
Headword (normalized):
θεινίον
Headword (normalized/stripped):
θεινιον
IDX:
48032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48033
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θεινίον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">θινίον</span> .</div> </div><br><br>'}