Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θειαστικός
θειάφιον
Θείβαθεν
θείκελος
θεϊκός
θειλοπεδεύω
θειλόπεδον
Θειλούθιος
θεῖμεν
θειμωνιαί
θεῖναι
θεινίον
θεϊνός
θείνω
θειογενής
θειοδάμη
θειόδμητος
θειόδομος
θειόθεν
θειολόγος
θείομεν
View word page
θεῖναι
θεῖναι, aor. 2 inf. Act. of τίθημι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θεῖναι
Headword (normalized):
θεῖναι
Headword (normalized/stripped):
θειναι
IDX:
48031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48032
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θεῖναι</span>, aor. 2 inf. Act. of <span class="foreign greek">τίθημι</span>.</div><br><br>'}