Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θειαστής
θειαστικός
θειάφιον
Θείβαθεν
θείκελος
θεϊκός
θειλοπεδεύω
θειλόπεδον
Θειλούθιος
θεῖμεν
θειμωνιαί
θεῖναι
θεινίον
θεϊνός
θείνω
θειογενής
θειοδάμη
θειόδμητος
θειόδομος
θειόθεν
θειολόγος
View word page
θειμωνιαί
θειμωνιαί· οἱ σωροὶ τῶν δραγμάτων, Hsch. ( Boeot. for θημ-).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θειμωνιαί
Headword (normalized):
θειμωνιαί
Headword (normalized/stripped):
θειμωνιαι
IDX:
48030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48031
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θειμωνιαί·</span> <span class="foreign greek">οἱ σωροὶ τῶν δραγμάτων</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> ( Boeot. for <span class="foreign greek">θημ-</span>).</div><br><br>'}