Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
θειασμός
θειαστής
θειαστικός
θειάφιον
Θείβαθεν
θείκελος
θεϊκός
θειλοπεδεύω
θειλόπεδον
Θειλούθιος
θεῖμεν
θειμωνιαί
θεῖναι
θεινίον
θεϊνός
θείνω
θειογενής
θειοδάμη
θειόδμητος
θειόδομος
θειόθεν
View word page
θεῖμεν
θεῖμεν
, for
θείημεν
, 1 pl. aor. 2 opt. Act. of
τίθημι
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θεῖμεν
Headword (normalized):
θεῖμεν
Headword (normalized/stripped):
θειμεν
IDX:
48029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48030
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θεῖμεν</span>, for <span class="foreign greek">θείημεν</span>, 1 pl. aor. 2 opt. Act. of <span class="foreign greek">τίθημι</span>.</div><br><br>'}