Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θεήκολος
θεηκόρος
θεηλασία
θεηλατέομαι
θεήλατος
θέημα
θεημάχος
θεημοσύνη
θεήμων
θεηπολέω
θεητής
θέθμιον
θεία
θειάζω
θειασμός
θειαστής
θειαστικός
θειάφιον
Θείβαθεν
θείκελος
θεϊκός
View word page
θεητής
θεητής, θέητρον, Ion. for θεᾱτής, θέᾱτρον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θεητής
Headword (normalized):
θεητής
Headword (normalized/stripped):
θεητης
IDX:
48015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48016
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θεητής</span>, <span class="orth greek">θέητρον</span>, Ion. for <span class="foreign greek">θεᾱτής, θέᾱτρον</span>.</div><br><br>'}