Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγερμοσύνη
ἀγερσικύβηλις
ἄγερσις
ἀγέρτης
ἀγερωπεῖ
ἀγερωχία
ἀγέρωχος
Ἀγεσίλαος
ἀγεσίφρων
ἀγέστρατος
ἁγέτης
ἀγετοί
ἀγευστία
ἄγευστος
ἀγεωμέτρητος
ἀγεωργησία
ἀγεώργητος
ἀγεωργίον
ἄγη1
ἀγή1
ἀγή2
View word page
ἁγέτης
ἁγέτης, ἁγέτις, Dor. for ἡγ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἁγέτης
Headword (normalized):
ἁγέτης
Headword (normalized/stripped):
αγετης
IDX:
479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-480
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἁγέτης</span>, <span class="orth greek">ἁγέτις</span>, Dor. for <span class="foreign greek">ἡγ-</span>.</div><br><br>'}