Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
θεάμων
θεανὴ
θεανῶσται
θεάομαι
θεάρεστος
θεάριον
θεαρίς
θεαροδόκος
θεαρός
θέασις
θεαστικός
θεατέον
θεατής
θεατικός
θεατός
θεατρεῖον
θεάτρια
θεατρίδιον
θεατρίζω
θεατρικός
θεατρισμός
View word page
θεαστικός
θεαστικός
,
ή
,
όν
, (θεάζὠ
A).
=
ἐνθουσιαστικός, βῆμα
Mim.Oxy.
413.91
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θεαστικός
Headword (normalized):
θεαστικός
Headword (normalized/stripped):
θεαστικος
IDX:
47967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47968
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θεαστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span> <span class="foreign greek">, (θεάζὠ</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἐνθουσιαστικός, βῆμα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Mim.Oxy.</span> 413.91 </span>.</div> </div><br><br>'}