Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θέαινᾰ
θεαίτητος
θέαμα
θεάμων
θεανὴ
θεανῶσται
θεάομαι
θεάρεστος
θεάριον
θεαρίς
θεαροδόκος
θεαρός
θέασις
θεαστικός
θεατέον
θεατής
θεατικός
θεατός
θεατρεῖον
θεάτρια
θεατρίδιον
View word page
θεαροδόκος
θεᾱροδόκος, θε-δοκία, Dor. for θεωπ- (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θεαροδόκος
Headword (normalized):
θεαροδόκος
Headword (normalized/stripped):
θεαροδοκος
IDX:
47964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47965
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θεᾱροδόκος</span>, <span class="orth greek">θε-δοκία</span>, Dor. for <span class="foreign greek">θεωπ-</span> (q.v.).</div><br><br>'}