Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θαυμαλέος
Θαύμας
θαυμάσιος
θαυμασιότης
θαυμασιουργέω
θαυμασιουργία
θαυμασμός
θαυμαστέος
θαυμαστής
θαυμαστικός
θαυμαστοποιός
θαυμαστός
θαυμαστόω
θαυματίζομαι
θαυματόεις
θαυματοποιέω
θαυματοποιία
θαυματοποιικός
θαυματοποιός
θαυματός
θαυματουργέω
View word page
θαυμαστοποιός
θαυμ-αστοποιός,
A). mirificus, Gloss.


ShortDef

mirificus

Debugging

Headword:
θαυμαστοποιός
Headword (normalized):
θαυμαστοποιός
Headword (normalized/stripped):
θαυμαστοποιος
IDX:
47926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47927
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θαυμ-αστοποιός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mirificus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}