Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θάπος
θαπτέον
θαπτήριον
θάπτω
θαραπευτής
θαραπεύω
θαράπηνα
Θαργήλια
θάργηλος
θαρνεύει
θαρραλέος
θαρσαλέος
θαρσαλεότης
θαρσέω
θαρσήεις
θαρσηρός
θάρσησις
θαρσητέον
θαρσητικός
θαρσοποιός
θάρσος
View word page
θαρραλέος
θαρρᾰλέος, θαρρέω, θαρρητικός, θάρρος, θαρρύνω, Att. for θαρς-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θαρραλέος
Headword (normalized):
θαρραλέος
Headword (normalized/stripped):
θαρραλεος
IDX:
47890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47891
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θαρρᾰλέος</span>, <span class="orth greek">θαρρέω</span>, <span class="orth greek">θαρρητικός</span>, <span class="orth greek">θάρρος</span>, <span class="orth greek">θαρρύνω</span>, Att. for <span class="foreign greek">θαρς-</span>.</div><br><br>'}