Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θανατιάω
θανατικός
θανατόεις
θανατοποιός
θάνατος
θανατούσια
θανατοφόρος
θανατόω
θανατώδης
θανάτωσις
θᾶξαι
θάομαι
θάπος
θαπτέον
θαπτήριον
θάπτω
θαραπευτής
θαραπεύω
θαράπηνα
Θαργήλια
θάργηλος
View word page
θᾶξαι
θᾶξαι· μεθύσαι, and τεθαγμένοι· μεμεθυσμένοι, and θαχμῆναι (cod., leg. θαχθῆμεν)· θωρηχθῆναι ( Dor.), Hsch.; cf. Θώσσω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θᾶξαι
Headword (normalized):
θᾶξαι
Headword (normalized/stripped):
θαξαι
IDX:
47878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47879
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θᾶξαι·</span> <span class="foreign greek">μεθύσαι</span>, and <span class="foreign greek">τεθαγμένοι· μεμεθυσμένοι</span>, and <span class="foreign greek">θαχμῆναι</span> (cod., leg. <span class="foreign greek">θαχθῆμεν</span>)<span class="foreign greek">· θωρηχθῆναι</span> ( Dor.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">Θώσσω</span>.</div><br><br>'}