Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀλφιτοειδής
ἀλφιτόμαντις
ἄλφιτον
ἀλφιτοποιέω
ἀλφιτοποιία
ἀλφιτοποιός
ἀλφιτοπώλης
ἀλφιτοπωλήτρια
ἀλφιτοπωλικός
ἀλφιτοσιτέω
ἀλφιτοσκόπος
ἀλφιτοφάγος
ἀλφιτόχρως
Ἀλφιτώ
Ἀλφιῷος
ἀλφοειδής
ἀλφοπρόσωπος
ἀλφός
ἀλφώδης
ἀλχηρὴς
Ἁλῶα
View word page
ἀλφιτοσκόπος
ἀλφῐτο-σκόπος, ,
A). = ἀλφιτόμαντις , Hsch. (-σκόπαι cod.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλφιτοσκόπος
Headword (normalized):
ἀλφιτοσκόπος
Headword (normalized/stripped):
αλφιτοσκοπος
IDX:
4786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4787
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλφῐτο-σκόπος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀλφιτόμαντις</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">-σκόπαι</span> cod.).</div> </div><br><br>'}