Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θαμνοφάγος
θαμνώδης
θαμυρίζω
Θάμυρις
θαμυρός
θαμύς
θανάσιμος
θανατάω
θανατηγός
θανατήριος
θανατήσιμος
θανατήσιος
θανατηρός
θανατηφορία
θανατήφορος
θανατιάω
θανατικός
θανατόεις
θανατοποιός
θάνατος
θανατούσια
View word page
θανατήσιμος
θᾰνᾰτ-ήσιμος, v. sq.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θανατήσιμος
Headword (normalized):
θανατήσιμος
Headword (normalized/stripped):
θανατησιμος
IDX:
47863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47864
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θᾰνᾰτ-ήσιμος</span>, v. sq.</div><br><br>'}