Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θάμνος
θαμνοφάγος
θαμνώδης
θαμυρίζω
Θάμυρις
θαμυρός
θαμύς
θανάσιμος
θανατάω
θανατηγός
θανατήριος
θανατήσιμος
θανατήσιος
θανατηρός
θανατηφορία
θανατήφορος
θανατιάω
θανατικός
θανατόεις
θανατοποιός
θάνατος
View word page
θανατήριος
θᾰνᾰτ-ήριος, ον,
A). v. θανατήσιος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θανατήριος
Headword (normalized):
θανατήριος
Headword (normalized/stripped):
θανατηριος
IDX:
47862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47863
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θᾰνᾰτ-ήριος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">θανατήσιος</span> .</div> </div><br><br>'}