Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀλφιτηδόν
ἀλφιτηρός
ἀλφιτισμός
ἀλφιτοειδής
ἀλφιτόμαντις
ἄλφιτον
ἀλφιτοποιέω
ἀλφιτοποιία
ἀλφιτοποιός
ἀλφιτοπώλης
ἀλφιτοπωλήτρια
ἀλφιτοπωλικός
ἀλφιτοσιτέω
ἀλφιτοσκόπος
ἀλφιτοφάγος
ἀλφιτόχρως
Ἀλφιτώ
Ἀλφιῷος
ἀλφοειδής
ἀλφοπρόσωπος
ἀλφός
View word page
ἀλφιτοπωλήτρια
ἀλφῐτο-πωλήτρια, , pecul. fem. of ἀλφιτοπώλης, Poll. 6.37 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλφιτοπωλήτρια
Headword (normalized):
ἀλφιτοπωλήτρια
Headword (normalized/stripped):
αλφιτοπωλητρια
IDX:
4783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4784
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλφῐτο-πωλήτρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, pecul. fem. of <span class="foreign greek">ἀλφιτοπώλης,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:6:37" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:6.37/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 6.37 </a>.</div><br><br>'}