θάμβος
θάμβ-ος, εος, τό, also ὁ , 237 Ec. 12.5 (pl.):( τέθηπα):—
A). amazement, θ. δ’ ἔχεν εἰσορόωντας ; 4.79 θ. δ’ ἕλε πάντας ἰδόντας ; 3.372 θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς N. 1.55 ; θάμβει ἐκπλαγέντες Rh. 291 , cf. Av. 781 (lyr.), , 6.31 Phdr. 254c : pl., . 41.2
2). in objective sense, θάμβοι terrors in the way, l.c.; object of wonder, (Gerasa). 1068