Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀλφιτεία
ἀλφιτεῖον
ἀλφιτεύς
ἀλφιτεύω
ἀλφιτηδόν
ἀλφιτηρός
ἀλφιτισμός
ἀλφιτοειδής
ἀλφιτόμαντις
ἄλφιτον
ἀλφιτοποιέω
ἀλφιτοποιία
ἀλφιτοποιός
ἀλφιτοπώλης
ἀλφιτοπωλήτρια
ἀλφιτοπωλικός
ἀλφιτοσιτέω
ἀλφιτοσκόπος
ἀλφιτοφάγος
ἀλφιτόχρως
Ἀλφιτώ
View word page
ἀλφιτοποιέω
ἀλφῐτο-ποιέω, Suid.
A). s.v. τηλία.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλφιτοποιέω
Headword (normalized):
ἀλφιτοποιέω
Headword (normalized/stripped):
αλφιτοποιεω
IDX:
4779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4780
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλφῐτο-ποιέω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">τηλία.</span> </div> </div><br><br>'}