Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θαλασσώδης
θαλάσσωσις
θάλαττα
θάλεα
θαλέθω
θάλεια
θαλερόμματος
θαλεροποιός
θαλερός
θαλερῶπις
θαλέω1
θαλέω2
Θαλῆς
θαλία
θαλιάζω
θάλικτρον
θαλιοποιοί
θαλλία
θάλλινος
θαλλίον
θαλλός
View word page
θαλέω1
θᾱλέω, Dor. for θηλέω (q.v.).


ShortDef

(Dor.) be full
bloom

Debugging

Headword:
θαλέω1
Headword (normalized):
θαλέω
Headword (normalized/stripped):
θαλεω1
IDX:
47790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47791
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θᾱλέω</span>, Dor. for <span class="foreign greek">θηλέω</span> (q.v.).</div><br><br>'}