Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
θαλασσόπρασον
θαλασσόσημος
θαλασσοτείχιστος
θαλασσότοκος
θαλασσουργέω
θαλασσουργία
θαλασσουργός
θαλασσόω
θαλασσώδης
θαλάσσωσις
θάλαττα
θάλεα
θαλέθω
θάλεια
θαλερόμματος
θαλεροποιός
θαλερός
θαλερῶπις
θαλέω1
θαλέω2
Θαλῆς
View word page
θάλαττα
θάλαττα
,
θᾰλασς-ττεύω
,
θᾰλάσς-ττιος
, etc., Att. for
θάλασσα
, etc.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θάλαττα
Headword (normalized):
θάλαττα
Headword (normalized/stripped):
θαλαττα
IDX:
47782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47783
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θάλαττα</span>, <span class="orth greek">θᾰλασς-ττεύω</span>, <span class="orth greek">θᾰλάσς-ττιος</span>, etc., Att. for <span class="foreign greek">θάλασσα</span>, etc.</div><br><br>'}