Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀλφινία
ἀλφίσκω
ἀλφιταμοιβός
ἀλφιτεία
ἀλφιτεῖον
ἀλφιτεύς
ἀλφιτεύω
ἀλφιτηδόν
ἀλφιτηρός
ἀλφιτισμός
ἀλφιτοειδής
ἀλφιτόμαντις
ἄλφιτον
ἀλφιτοποιέω
ἀλφιτοποιία
ἀλφιτοποιός
ἀλφιτοπώλης
ἀλφιτοπωλήτρια
ἀλφιτοπωλικός
ἀλφιτοσιτέω
ἀλφιτοσκόπος
View word page
ἀλφιτοειδής
ἀλφῐτο-ειδής
,
ές
,
A).
like
ἄλφιτα,
Poet.
de herb.
77
.
ShortDef
like barley groats
Debugging
Headword:
ἀλφιτοειδής
Headword (normalized):
ἀλφιτοειδής
Headword (normalized/stripped):
αλφιτοειδης
IDX:
4776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4777
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλφῐτο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">like</span> <span class="foreign greek">ἄλφιτα,</span> Poet. <span class="tr" style="font-weight: bold;">de herb.</span> <span class="bibl"> 77 </span>.</div> </div><br><br>'}