Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἠῷος
ἠώς
Θθ
ἦχθα
θαάσσω
θαβακόν
θάεο
θαέομαι
θαζός
θάημα
θαητός
θαιραῖος
θαιροδύτης
θαιρός
θαΐς
θακαθαλπάς
θακεῖον
θακεύω
θακέω
θάκημα
θάκησις
View word page
θαητός
θᾱητός
,
ή
,
όν
, Dor. for
θηητός
(q. v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θαητός
Headword (normalized):
θαητός
Headword (normalized/stripped):
θαητος
IDX:
47700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47701
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θᾱητός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, Dor. for <span class="foreign greek">θηητός</span> (q. v.).</div><br><br>'}