Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγερέθω
ἄγερθεν
ἀγερμός
ἀγερμοσύνη
ἀγερσικύβηλις
ἄγερσις
ἀγέρτης
ἀγερωπεῖ
ἀγερωχία
ἀγέρωχος
Ἀγεσίλαος
ἀγεσίφρων
ἀγέστρατος
ἁγέτης
ἀγετοί
ἀγευστία
ἄγευστος
ἀγεωμέτρητος
ἀγεωργησία
ἀγεώργητος
ἀγεωργίον
View word page
Ἀγεσίλαος
Ἀγεσίλαος, Ἀγεσίλας, v. sub Ἀγησίλαος.


ShortDef

[> Ἀγησίλαος]

Debugging

Headword:
Ἀγεσίλαος
Headword (normalized):
ἀγεσίλαος
Headword (normalized/stripped):
αγεσιλαος
IDX:
476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-477
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ἀγεσίλαος</span>, <span class="orth greek">Ἀγεσίλας</span>, v. sub <span class="foreign greek">Ἀγησίλαος</span>.</div><br><br>'}