Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἤτω
ἠΰ
ἠυγένειος
ηὐξημένως
ἠΰς
ἠΰτε
ηὐτοματισμένως
Ἡφαιστεῖον
Ἡφαίστια
Ἡφαιστιάς
Ἡφαίστιος
Ἡφαιστιών
Ἡφαιστῖτις
Ἡφαιστόδαπτα
Ἡφαιστόπονος
Ἥφαιστος
Ἡφαιστότευκτος
Ἡφαιστόχειρος
ἧφι
ἠχάνω
ἠχέεις
View word page
Ἡφαίστιος
Ἡφαίστιος, (sc. μήν), a month (perh. at Lesbos), CIG 6850 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ἡφαίστιος
Headword (normalized):
ἡφαίστιος
Headword (normalized/stripped):
ηφαιστιος
IDX:
47656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47657
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ἡφαίστιος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span> (sc. <span class="foreign greek">μήν</span>), a month (perh. at Lesbos), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CIG</span> 6850 </span>.</div><br><br>'}