Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἤτοι
ἦτορ
ἠτριαῖος
ἤτριον
ἦτρον
ἧττα
ἥττημα
ἥττων
ἤτω
ἠΰ
ἠυγένειος
ηὐξημένως
ἠΰς
ἠΰτε
ηὐτοματισμένως
Ἡφαιστεῖον
Ἡφαίστια
Ἡφαιστιάς
Ἡφαίστιος
Ἡφαιστιών
Ἡφαιστῖτις
View word page
ἠυγένειος
ἠῠ-γένειος
,
ἠῠ-γενής
,
ἠῠ/-δενδρος
,
ἠῠ-κάρηνος
,
ἠῠ/-κομος
,
ἠῠ/-πυργος
, etc., Ep. and Lyr. for
εὐ-
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἠυγένειος
Headword (normalized):
ἠυγένειος
Headword (normalized/stripped):
ηυγενειος
IDX:
47648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47649
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἠῠ-γένειος</span>, <span class="orth greek">ἠῠ-γενής</span>, <span class="orth greek">ἠῠ/-δενδρος</span>, <span class="orth greek">ἠῠ-κάρηνος</span>, <span class="orth greek">ἠῠ/-κομος</span>, <span class="orth greek">ἠῠ/-πυργος</span>, etc., Ep. and Lyr. for <span class="foreign greek">εὐ-</span>.</div><br><br>'}