Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἡσυχῇ
ἡσυχία
Ἡσυχίδες
ἡσυχικός
ἡσύχιμος
ἡσύχιος
ἡσυχιότης
ἡσυχόομαι
ἡσυχοποιός
ἥσυχος
ἠσχυμμένος
ἠτα
ἤτε
ἦ4
ἤτοι
ἦτορ
ἠτριαῖος
ἤτριον
ἦτρον
ἧττα
ἥττημα
View word page
ἠσχυμμένος
ἠσχυμμένος,
A). v. αἰσχύνω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἠσχυμμένος
Headword (normalized):
ἠσχυμμένος
Headword (normalized/stripped):
ησχυμμενος
IDX:
47634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47635
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἠσχυμμένος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">αἰσχύνω</span> .</div> </div><br><br>'}