Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἦσμεν
ἧσσα
ἡσσάομαι
ἡσσητέος
ἡσσόνως
ἥσσων
ἡστικός
ἡστός
ἡσυχάζω
ἡσυχαῖος
ἡσυχαίτερος
ἡσυχαστέον
ἡσυχαστής
ἡσυχαστικός
ἡσυχάστρια
ἡσυχάω
ἡσυχῇ
ἡσυχία
Ἡσυχίδες
ἡσυχικός
ἡσύχιμος
View word page
ἡσυχαίτερος
ἡσῠχ-αίτερος, ἡσῠ/χ-τατος, irreg. Comp. and Sup. of ἥσυχος (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἡσυχαίτερος
Headword (normalized):
ἡσυχαίτερος
Headword (normalized/stripped):
ησυχαιτερος
IDX:
47618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47619
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡσῠχ-αίτερος</span>, <span class="orth greek">ἡσῠ/χ-τατος</span>, irreg. Comp. and Sup. of <span class="foreign greek">ἥσυχος</span> (q.v.).</div><br><br>'}