ἀλφάνω
ἀλφάνω [ᾰν] (ἀλφαίνω EM 72.39 , ), 13.133 only in aor. 2 ἦλφον, cf. IG 1.53a15 , : pres., 2.668c Med. 297 , Fr. 326 (no-where else in Trag.), Fr. 324 , , 258 :— 362
A). bring in, yield, fetch, ἵνα μοι βίοτον πολὺν ἄλφοι ; 17.250 ὁ δ’ ὑμῖν μυρίον ὦνον ἄλφοι 15.452 , cf. 20.383 ; ἑκατόμβοιον δέ τοι ἦλφον ; 21.79 ὁπόσην ἂν ἄλφῃ μίσθωσιν τὸ τέμενος IG l.c., cf. l.c.: metaph., φθόνον ἀλφάνειν to incur envy, Med. 297 .
II). = ἐναλλάσσω , change, l.c. (cf. Skt. arghás 'price').