Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ἠριδανός
ἠριεργής
ἠριεύς
Ἠρικαπαῖος
ἤρικε
ἠρινόθερμον
ἠρινολόγος
ἠρινός
ἠρίον
ἠριπόλη
ἠρισάλπιγξ
ἠρίσκος
ἠρίστριον
ἠρίφακον
ᾐρμένως
ἡρμοσμένως
ἠροάνθια
ἠροικάκαι
ἡροϊκός
ἦρος
Ἡροφάνεια
View word page
ἠρισάλπιγξ
ἠρι-σάλπιγξ,
A). v. ἐρι- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἠρισάλπιγξ
Headword (normalized):
ἠρισάλπιγξ
Headword (normalized/stripped):
ηρισαλπιγξ
IDX:
47558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47559
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἠρι-σάλπιγξ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐρι-</span> .</div> </div><br><br>'}