Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἠρεμήρης
ἦρι
ἠριγένεια
ἠριγένειον
ἠριγενής
ἠριγέρων
Ἠριδανός
ἠριεργής
ἠριεύς
Ἠρικαπαῖος
ἤρικε
ἠρινόθερμον
ἠρινολόγος
ἠρινός
ἠρίον
ἠριπόλη
ἠρισάλπιγξ
ἠρίσκος
ἠρίστριον
ἠρίφακον
ᾐρμένως
View word page
ἤρικε
ἤρῐκε,
A). v. ἐρείκω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἤρικε
Headword (normalized):
ἤρικε
Headword (normalized/stripped):
ηρικε
IDX:
47552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47553
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἤρῐκε</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐρείκω</span> .</div> </div><br><br>'}