ἠρεμήρης
ἠρεμ-ήρης, an Adj. termin.,
1). from ἀραρ-εῖν, ἀραρ-ίσκω, as in θυμαρής, φρενήρης, χαλκήρης, εὐήρης.
2). from ἐρε-(ἐρέ-της), as in ἀμφήρης, ἁλιήρης, τριήρης, etc.
3). prob. from (v)ηρ- (cf. ἦρα B) in pr.n. Περιήρης, Διώρης (fr. Διοήρης).