Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἠπιάλης
ἠπίαλος
ἠπιαλώδης
ἠπιάργυρον
ἠπιάω
ἠπιοδίνητος
ἠπιόδωρος
ἠπιοδώτης
ἠπιόθυμος
ἠπιόλης
ἠπιόλιον
ἡπίολος
ἠπιόμοιρος
ἠπιόμυθος
ἤπιος
ἠπιότης
ἠπιόφρων
ἠπιόχειρ
ἠπιόω
ἠπίταδες
ἡπλωμένως
View word page
ἠπιόλιον
ἠπιόλιον, τό, Dim. of ἠπίαλος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἠπιόλιον
Headword (normalized):
ἠπιόλιον
Headword (normalized/stripped):
ηπιολιον
IDX:
47485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47486
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἠπιόλιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">ἠπίαλος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}