Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἠπεροπηΐς
ἤπησις
ἠπητής
ἠπητήριον
ἤπητρον
ἠπιαίνω
ἠπιαλέω
ἠπιάλης
ἠπίαλος
ἠπιαλώδης
ἠπιάργυρον
ἠπιάω
ἠπιοδίνητος
ἠπιόδωρος
ἠπιοδώτης
ἠπιόθυμος
ἠπιόλης
ἠπιόλιον
ἡπίολος
ἠπιόμοιρος
ἠπιόμυθος
View word page
ἠπιάργυρον
ἠπιάργυρον· τὸ βάλσαμον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἠπιάργυρον
Headword (normalized):
ἠπιάργυρον
Headword (normalized/stripped):
ηπιαργυρον
IDX:
47478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47479
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἠπιάργυρον·</span> <span class="foreign greek">τὸ βάλσαμον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}