Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἡνιοχεία
ἡνιοχεύς
ἡνιοχευτικός
ἡνιοχεύω
ἡνιοχέω
ἡνιόχη
ἡνιόχησις
ἡνιοχητικός
ἡνιοχικός
ἡνίοχος
ἠνίπαπε
ἤνις
ἡνίσκος
ἦνον
ἠνορέη
ἦνοψ
ἤνπερ
ἤνσει
ἤνυστρον
ἠνώγεα
ἡνωμένως
View word page
ἠνίπαπε
ἠνίπᾰπε,
A). v. ἐνίπτω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἠνίπαπε
Headword (normalized):
ἠνίπαπε
Headword (normalized/stripped):
ηνιπαπε
IDX:
47418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47419
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἠνίπᾰπε</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐνίπτω</span> .</div> </div><br><br>'}