Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἡνία2
ἤνια
ᾐνιγμένως
ἠνίδε
ἡνίκᾰ
ἡνίον
ἡνιοποιεῖον
ἡνιορράφος
ἡνιοστροφέω
ἡνιόστροφος
ἡνιοχαράτης
ἡνιοχεία
ἡνιοχεύς
ἡνιοχευτικός
ἡνιοχεύω
ἡνιοχέω
ἡνιόχη
ἡνιόχησις
ἡνιοχητικός
ἡνιοχικός
ἡνίοχος
View word page
ἡνιοχαράτης
ἡνιοχαράτης
,
ὁ
,
A).
riding-master
( Lacon.),
Hsch.
ShortDef
riding-master
Debugging
Headword:
ἡνιοχαράτης
Headword (normalized):
ἡνιοχαράτης
Headword (normalized/stripped):
ηνιοχαρατης
IDX:
47407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47408
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡνιοχαράτης</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">riding-master</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}