Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἠνεμ<ο>ειδές
ἠνεμόεις
ἠνεμόφοιτος
ἤνετο
ἡνία1
ἡνία2
ἤνια
ᾐνιγμένως
ἠνίδε
ἡνίκᾰ
ἡνίον
ἡνιοποιεῖον
ἡνιορράφος
ἡνιοστροφέω
ἡνιόστροφος
ἡνιοχαράτης
ἡνιοχεία
ἡνιοχεύς
ἡνιοχευτικός
ἡνιοχεύω
ἡνιοχέω
View word page
ἡνίον
ἡνίον, τό,
A). v. ἡνία, τά .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἡνίον
Headword (normalized):
ἡνίον
Headword (normalized/stripped):
ηνιον
IDX:
47402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47403
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡνίον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἡνία, τά</span> .</div> </div><br><br>'}