Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἥμων
ἤν1
ἤν2
ἦν3
ἠναγκασμένως
ἠναντιωμένως
ἤνεγκα
ᾔνεκα
ἠνεκής
ἠνέμιον
ἠνεμ<ο>ειδές
ἠνεμόεις
ἠνεμόφοιτος
ἤνετο
ἡνία1
ἡνία2
ἤνια
ᾐνιγμένως
ἠνίδε
ἡνίκᾰ
ἡνίον
View word page
ἠνεμ<ο>ειδές
ἠνεμ<ο>ειδές·
ἠχῶδες
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἠνεμ<ο>ειδές
Headword (normalized):
ἠνεμ<ο>ειδές
Headword (normalized/stripped):
ηνεμ<ο>ειδες
IDX:
47392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47393
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἠνεμ<ο>ειδές·</span> <span class="foreign greek">ἠχῶδες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}