Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἡμιτόνιον
ἡμιτρής
ἡμιτριβής
ἡμιτρίγωνος
ἡμιτριταῖος
ἡμιτριταϊκός
ἡμίτριτον
ἡμίτριψις
ἡμίτρωτος
ἡμιτύβιον
ἡμιτύεκτον
ἡμιτύλιον
ἡμιτυμπάνιστος
ἡμίϋπνος
ἡμιΰφαντος
ἡμιυφής
ἡμιφαής
ἡμιφάλακρος
ἡμιφανής
ἡμιφάριον
ἡμίφατος
View word page
ἡμιτύεκτον
ἡμιτύεκτον, τό,= ἡμιέκτεων, GDI 4957a4 (Crete).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἡμιτύεκτον
Headword (normalized):
ἡμιτύεκτον
Headword (normalized/stripped):
ημιτυεκτον
IDX:
47325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47326
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡμιτύεκτον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <span class="foreign greek">ἡμιέκτεων</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">GDI</span> 4957a4 </span> (Crete).</div><br><br>'}