Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἡμιτάριχος
ἡμίτεια
ἡμιτέλεια
ἡμιτέλεστος
ἡμιτελέω
ἡμιτελής
ἡμιτεσσέριον
ἡμιτέταρτον
ἡμιτετράγωνος
ἡμιτέχνιον
ἡμιτιεύς
ἡμιτμής
ἡμίτμητος
ἡμιτομίας
ἡμίτομος
ἡμιτονιαῖος
ἡμιτόνιον
ἡμιτρής
ἡμιτριβής
ἡμιτρίγωνος
ἡμιτριταῖος
View word page
ἡμιτιεύς
ἡμιτιεύς· ἡμισευτής, Hsch.: ἡμίτιον· τετράχουν, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἡμιτιεύς
Headword (normalized):
ἡμιτιεύς
Headword (normalized/stripped):
ημιτιευς
IDX:
47309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47310
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡμιτιεύς·</span> <span class="foreign greek">ἡμισευτής</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>: <span class="orth greek">ἡμίτιον·</span> <span class="foreign greek">τετράχουν</span>, Id.</div><br><br>'}